- ὑπεξερύω
- ὑπεξ-ερύω,A dragout and away, [
τὸν νεκρὸν] ὑπεξείρυσαν Hdt.7.225
:— [voice] Med.,πατέρα . . ὑπεξείρῡτο φόνοιο A.R.2.1181
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸν νεκρὸν] ὑπεξείρυσαν Hdt.7.225
:— [voice] Med.,πατέρα . . ὑπεξείρῡτο φόνοιο A.R.2.1181
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεξερύω — και ιων. τ. ὑπεξειρύω Α ὑπεξέλκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξερύω / ἐξειρύω «εκβάλλω, σύρω έξω»] … Dictionary of Greek
ὑπεξείρυσαν — ὑπεξερύω dragout and away aor ind act 3rd pl (epic ionic) ὑπεξερύω dragout and away aor ind act 3rd pl ὑπεξερύω dragout and away aor ind act 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξερύων — ὑπεξερύω dragout and away fut part act masc nom sg (epic) ὑπεξερύω dragout and away pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξείρυτο — ὑπεξερύω dragout and away aor ind mp 3rd sg (epic) ὑπεξερύω dragout and away plup ind mp 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξερύσασθαι — ὑπεξερύω dragout and away aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
υπεξειρύω — Α ιων. τ. βλ. ὑπεξερύω … Dictionary of Greek